'βολῶν

'βολῶν
ἀβολῶν , ἀβολέω
meet
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βολῶν — ἀντιβολέω meet pres part act masc nom sg (attic epic doric) βολέω to be stricken pres part act masc nom sg (attic epic doric) βολή throw fem gen pl βολοί masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόλων — βόλος throw with a casting net masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτής — ο, Ν [σημειώνω] στρ. οπλίτης που σημειώνει τους βαθμούς κάθε βολής κατά την εκτέλεση βολών ακριβείας ή τον βαθμό συγκέντρωσης τών ριπών πολυβόλου κατά την εκτέλεση βολών συγκέντρωσης …   Dictionary of Greek

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek

  • αψιμαχία — η (AM ἁψιμαχία) 1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη 2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα 3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχία < μαχος < μάχομαι… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλουσα — Έστω (1): f(x, ψ, t) = 0 ότι είναι η αναλυτική παράσταση μιας οικογένειας καμπυλών του επιπέδου xψ, t μια παράμετρος. Αν η συνάρτηση f ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες (παραγωγισιμότητας και συνέχειας), τότε υπάρχει μία (και μόνο) «καμπύλη» (π) του… …   Dictionary of Greek

  • σιτοβολώνας — ο / σιτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ η σιταποθήκη («ἀνέῳξε πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾱσι τοῑς Αἰγυπτίοις», ΠΔ) νεοελλ. τόπος που παράγει άφθονα σιτηρά («η Θεσσαλία, ο σιτοβολώνας τής Ελλάδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + …   Dictionary of Greek

  • σωροβόλιον — τὸ, Α αποθήκη σωρών σταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + βόλων (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο βόλιον, σταφυλοβόλιον] …   Dictionary of Greek

  • φύσκων — και φύσγων, ωνος, ή φυσκών, ῶνος, ὁ Α 1. (κυρίως ως παρωνύμιο τού Πιττακού) κοιλαράς, προγάστωρ 2. ρίψη βόλων, ζαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύσκη + επίθημα ων (πρβλ. ἄρχ ων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”